“Σύνορα και Περάσματα – Ταυτότητες υπό Διαπραγμάτευση,
Η περίπτωση του χωριού Ιτέα στο Νομό Έβρου“
Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία Α’ Κύκλου
Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ελεωνόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου
Φοιτήτρια: Τριανταφυλλιά Καβαζίδου
Η Ιτέα είναι ένα μικρό χωριό στο νότιο τμήμα του Νομού Έβρου, 8 χλμ βόρεια της κωμόπολης των Φερών (βλ. Χάρτες και Φωτογραφίες). Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 (ΕΣΥΕ 2003: 75), ο συνολικός πληθυσμός του χωριού είναι 130 άτομα, τα περισσότερα από τα οποία είναι άνω των εξήντα ετών. Πρόκειται για ένα πεδινό χωριό με υψόμετρο 40 περίπου μέτρα. Στη βόρεια είσοδο του οικισμού απλώνεται ένα μικρό δάσος από οξιές και βελανιδιές, ενώ στη νότια είναι χτισμένος ο συνοικισμός των παλιννοστούντων υπό την πρώην ΕΣΣΔ, ο οποίος απέχει 0,5 χλμ από τον άξονα της Εγνατίας. Το Μέγα Ρέμα, παραπόταμος του Έβρου, περνάει δυτικά από την Ιτέα και παράλληλα σ’ αυτό απλώνεται ο κάμπος του χωριού. Ανατολικά βρίσκονται τα “παλαιά” κοιμητήρια (οι κάτοικοι της Ιτέας ονομάζουν παλαιά κοιμητήρια τα μουσουλμανικά κοιμητήρια, όπου, παραπλεύρως έχουν ενταφιασθεί και κάποιοι από τους πρώτους χριστιανούς της Ιτέας) του χωριού και νοτιοανατολικά, λίγα μέτρα ανατολικότερα από τη νότιο είσοδο, βρίσκονται τα νέα.
…
Με τη διανομή, οι αυλές τετραγωνίστηκαν, οι δρόμοι διαπλατύνθηκαν και τα παλιά σπίτια των μουσουλμάνων, που ως συνήθως έμεναν δύο και τρεις οικογένειες μαζί, έδωσαν τη θέση τους στα καινούρια, τα οποία στέγαζαν μια διευρυμένη οικογένεια. Παράλληλα με τα σπίτια των μουσουλμάνων, οι νέοι κάτοικοι της Ιτέας γκρέμισαν και τον κοινόχρηστο φούρνο που υπήρχε στην πλατεία, αφού πλέον το κάθε σπίτι είχε το δικό του. Στη θέση του φού΄ρνου έγινε μαγειρείο, στο οποίο κάθε γυναίκα εκ περιτροπής αναλάμβανε να μαγειρέψει για το δάσκαλο του χωριού. Στην πλατεία υπήρχαν επίσης, τρία καφενεία και λίγα μέτρα βορειότερα υπήρχε και ένα μπακάλικο, ο “Διαμαντής”, το οποίο το είχε ένας μικροέμπορος από την Κεσσάνη. Η ύδρευση γινόταν από τα πηγάδια που υπήρχαν κατά μήκος του χωριού και από τα οποία πόσιμο νερό είχαν μόνο δύο, το Πέρα πηγάδι και το Γκότζελου. Όσον αφορά την προσωπική υγιεινή και το πλύσιμο των ρούων αυτά γίνονταν ακόμα στο ποτάμι.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το χωριό δεν αντιμετώπισε προβλήματα από τους Γερμανούς. Ωστόσο στον εμφύλιο, τον Αύγουστο του 1947, το χωριό εκκενώθηκε από τον Εθνικό Στρατό γιατί ο Δημοκρατικός Στρατός είχε τη βάση του βόρεια του χωριού, μετά το δάσος με τις οξιές και τις βελανιδιές, στην περιοχή του εγκαταλελειμμένου χωριού Μισελίμ. Όπως μου διηγείται ο Κ. Ο. λίγες μέρες πριν φύγουν από το χωριό συνέβη το εξής περιστατικό:
“Εμείς ήμασταν παιδιά. Ήρθαν αντάρτες στο χωριό. Πήραν ό,τι πήραν και οι δικοί μας τους κυνήγησαν. Έριξαν με τα όπλα. Ένας τραυματίστηκε, στο βράχο, στο ποτάμι. Ύστερα μάθαμε που [ότι εννοεί] αυτός τραυματίστηκε. Εμείς μπουλούκι όλα τα παιδιά πήγαμε να τον δούμε. Ο Θ. πάενε μπροστά. Το κλαδευτήρι το ‘χε στο χέρι. Ζωντανός αυτός [ο αντάρτης], αλλά ξάπλα. Του βγάζει το δαχτυλίδι [ο Θ.]. Τον έβγαλε και κάνα δυο δόντια χρυσά και την φωτογραφία της γυναίκας του και – χαρτ – του κόβει τ’ αυτιά! Μετά οι δικοί του κατέβηκαν για να τον πάρουν και είδαν που του ‘κοψαν τα αυτιά και γύρευαν να μάθουν ποιος το έκανε. Ά ρε και να μάθαιναν!… Τι θα τον έκαναν!…”
Ο πληροφορητής μου αρχικά αρνείται ότι οι αντάρτες έμαθαν τελικά ποιος έκανε την παραπάνω εγκληματική ενέργεια, ωστόσο, καθώς προχωράει η συζήτηση μας ο Κ.Ο. μου αποκαλύπτει πως μετά από λίγες μέρες ο Δημοκρατικός Στρατός έκαψε το σπίτι του ξαδέρφου του δράστη.
Μετά από αυτά και αφού “οι αντάρτες”, όπως μου αναφέρει ο ίδιος πληροφορητής, “είχαν πάρει τέσσερα παιδιά”, οι κάτοικοι οδηγήθηκαν στις Φέρες, όπου βρήκαν καταφύγιο, είτε σε σπίτια συγγενών, είτε στο οικοτροφείο της κωμόπολης, είτε ακόμα και στο παλιό τζαμί. Παρέμειναν εκεί για τρία χρόνια. Το 1948 κάποιοι γέροντες προσπάθησαν να γυρίσουν στο χωριό αλλά εις μάτην. Επέστρεψαν όλοι οι χωριανοί μαζί το 1950.
Λίγο πριν επιστρέψουν στο χωριό τέθηκε το θέμα αν θα ήθελαν να χτίσουν εκ νέου τα σπίτια τους νοτιοανατολικότερα κοντα΄στη σημερινή Εγνατία Οδό και να γίνουν μια κοινότητα με το Αρδάνιο. Οι περισσότεροι κάτοικοι αρνήθηκαν, ιδίως αυτοί που είχαν χωράφια πολλών στρεμμάτων, και έτσι το χωριό παρέμεινε στην αρχική του θέση. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1955, με βάση το Β.Δ. 20-9-1955 (ΦΕΚ 287/10-10-1955) “Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων κλπ” η Μάνθια πήρε το όνομα Ιτέα (Χουλαράκης 1975γ’: 109).
Επιπροσθέτως, κατά τη διάρκεια της απουσίας τους, στη νότια είσοδο του χωριού είχε εγκατασταθεί ένας μικρός αριθμός σαρακατσάνικων οικογενειών. Οι “Βλάχοι”, όπως αποκαλούν τους Σαρακατσάνους οι κάτοικοι της Ιτέας, παρέμειναν στο χωριό περίπου πέντε χρόνια. Φεύγοντας, για να ευχαριστήσουν τους κατοίκους, που τους είχαν νοικιάσει τα χωριάφια τους για να βόσκουν τα ζώα τους, οι Σαρακατσάνοι δώρισαν στο χωριό μια καμπάνα για την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, που μέχρι τότε, αντί καμπάνας, ο ιερέας χτυπούσε ένα κομμάτι σιδηροδρομικής γραμμής.
Μετά το τέλος του εμφυλίου και την επιστροφή στο χωριό, πολλοί κάτοικοι της Ιτέας, κυρίως νέοι, αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στη Γερμανία, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Για όσους αποφάσισαν να μείνουν στην Ιτέα, από οικονομικής κυρίως άποψης, η ζωή δεν ήταν εύκολη. Ωστόσο, οι κοινωνικές αλλαγές που επέφερε ο εμφύλιος οδήγησαν στην αναστολή των ηθικών φραγμών (Για την μεταστροφή των ηθών μετά τον εμφύλιο βλ. Αβδελά Έφη 2002, Δια Λόγους Τιμής: Βία, συναισθήματα και αξίες στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Αθήνα: Νεφέλη σσ. 201κ. εξ.)
Τα κορίτσια πλέον μπορούσαν να κυκλοφορούν πιο ελεύθερα, να πηγαίνουν στα πανηγύρια των διπλανών χωριών ή να βγαίνουν για βόλτα και να “γαμπρίζουν”, όπως χαρακτηριστικά μου αναφέρει μια πληροφορήτριά μου. Τα ανδρόγυνα, επίσης, αρχίζουν να βγαίνουν μαζί επηρεασμένα κυρίως από τους κατοίκους ενός διπλανού χωριού, των Κοίλων. Όπως θυμάται η Κ. Κ. ιδιοκτήτρια του κανούριου καφενείου που άνοιξε στο χωριό το 1950 (παράλληλα το καινούριο καφενείο γίνεται και μπακάλικο, αφού ο “Διαμαντής” μετά τον εμφύλιο δεν ξανάνοιξε), οι άνδρες της Ιτέας άρχισαν να βγαίνουν στο καφενείο μαζί με τις γυναίκες τους έπειτα από προτροπή των ανδρών των Κοίλων:
“Στα άλλα τα καφενεία που ήτανε, πάεναν μόνο γέροι, αλλά εμείς όταν ανοίξαμ’ ήταν τα Κοίλα. Στα Κοίλα ήταν τότες κόσμος πολύς. Έρχονταν όλοι. Κατέβαιναν στα χωράφια. Οι Πόντιοι γλεντούν, πολύ γλεντούν!… Με τα τραχτέρια έρχονταν… Δεν ήξεραν κορίτσια και παιδιά… Μαζί [αγόρια κορίτσια]! Δω ‘μας φοβάνταν τα παιδιά με τα κορίτσια. Εδώ, μπα πού να πάει κορίτσι; Αλλά μετά σιγά, σιγά, συνήθισαν. Έρθονταν και ανδρόγυνα μαζί. Μας κορόιδευαν οι άλλοι γι’ αυτό. Ε… είχαν φίλοι, [οι οποίοι] έλεγαν ‘Φέρε και τη γυναίκα σου’…”
Μετά τον εμφύλιο επίσης, για πρώτη φορά ο πρόεδρος της κοινότητας εκλέχθηκε από την Ιτέα. Όπως μου εξηγεί ο Κ. Β., πρόσφυγας γ’ γενιάς, η προεδρία εξαγοράστηκε: Ο Α.Χ., οποίος μετά τον εμφύλιο ήταν υποψήφιος πρόεδρος της Ιτέας για τις κοινοτικές εκλογές, εξαγόρασε τον υποψήφιο του Τριφυλλίου με χρήματα που είχε οικειοποιηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου και προοριζόνταν για το Δημοκρατικό Στρατό.
Στο διάστημα της δικτατορίας, οι δρόμοι του χωριού ασφαλτοστρώθηκαν και στο χωριό ήρθε το ΚΤΕΛ και ο ηλεκτρισμός. Ωστόσο, και πάλι το χωριό παραμένει αρκετά απομονωμένο από το αστικό κέντρο. Όπως μου διηγείται η πληροφορήτριά μου Ζ. Σ., η οποία ήρθε νύφη στο χωριό, όταν ο πατέραςτης έφτασε από την Κομοτηνή στην Ιτέα με το γαμπρό, για να γνωρίσει την οικογένειά του, εξεπλάγην από το πόσος χρόνος χρειάστηκε για να φτάσουν:
“Πού είναι [ρωτάει ο πατέρας της νύφης, πριν ξεκινήσουν]; Στην Αλεξανδρούπολη; Ε… παίρνουν το λεωφορείο κατεβαίνουν στην Αλεξανδρούπολη, λέει [ο άνδρας της] ‘Τώρα θα πάρουμε, άλλο λεωφορείο’. Κατεβαίνουν στα Φέρε, λέει [ο άνδρας της] ‘Τώρα θα πάρουμε ταξί’. Λέει [ο πατέρας της νύφης] ‘Εδώ δεν είμαστε στην Αλεξανδρούπολη, στην Κωνσταντινούπολη θα φτάσουμε!”
Έως τη δεκαετία του ’80 ο πληθυσμός αυξομειώθηκε αρκετές φορές, αλλά με μικρές αποκλίσεις. Από τις αρχές του ’80 όμως, η πτώση του πληθυσμού ήταν κατακόρυφη. Οι περισσότεροι νέοι του χωριού επέλεξαν να εγκατασταθούν στις πόλεις και έτσι η Ιτέα, όπως και τα περισσότερα χωριά, άρχισε να ερημώνει.
Το 1996 ο τότε πρόεδρος του χωριού, Καβαζίδης Βασίλης, προκειμένου να ενισχύσει τον πληθυσμό της Ιτέας, ξεκίνησε συζητήσεις με το Ε.Ι.Υ.Α.Π.Ο.Ε. (Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Αποδήμων και Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων), για την εγκατάσταση παλιννοστούντων από την πρώην ΕΣΣΔ στο χωριό. Καθώς ο στόχος του προέδρουο ήταν να ενισχυθεί ο πληθυσμός του χωριού, πρότεινε οι παλιννοστούντες να εγκατασταθούν μέσα στην Ιτέα (την άποψη αυτή μου τη μετέφερε ο ξάδερφος και τότε αντιπρόεδρος της κοινότητας Κ.Β., καθώς ο Καβαζίδης Βασίλης είχε πεθάνει).
Παρά τις προσπάθειες του προέδρου, πολλοί από τους κατοίκους, όπως θα φανεί και στο τέταρτο κεφάλαιο “Παλιννοστούντες”: “Στα ξένα ήμουν Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος”, ήταν αντίθετοι, και έτσι αποφασίστηκε να χτιστούν οκτώ νέες κατοικίες στα οικόπεδα που είχαν περισσέψει από την τελευταία διανομή του 1963 (βλ. Παράρτημα 1, 2).
Ο οικισμός σύμφωνα με το τοπογραφικό του σχέδιο θα περιελάμβανε, εκτός από τις οκτώ προκατασκευασμένες κατοικίες, μια εκκλησία στην πλατεία του οικισμού και μια παιδική χαρά, η οποία κατασκευάστηκε πρόσφατα, αντίθετα με την εκκλησία που ίσως να μην κατασκευαστεί και ποτέ. Επίσης, πρόσφατα έγινε και η ασφαλτόστρωση του οικισμού και η κατασκευή στάσης λεωφορείου.
Η εγκατάσταση των παλιννοστούντων έγινε σταδιακά. Το 1998 εγκαταστάθηκαν οι πρώτες τρεις οικογένειες, ενώ η τελευταία ήρθε το 2002. Όπως μου περιγράφει ο Μ.Α., παλιννοστούντας Πόντιος από την Αρμενία, του οποίου η οικογένεια ήταν από τις πρώτες που εγκαταστάθηκαν στην Ιτέα, η εικόνα του οικισμού στην αρχή ήταν απογοητευτική:
“Λέγομαι Μ.Α.. Τον πατέρα μου τον λένε Παύλο και τη μητέρα μου Λούπα. Γεννήθηκα στο Ανγκαβάν, Αρμενία, το 1958. Τώρα μένω στην Ιτέα. Ήρθα εδώ το 1998. Στην Ιτέα, όταν ήρθαμε εμείς δεν ήταν κανένας… Σαν άγριο μέρος ήταν, όλο χόρτα και πέτρες. Εμείς τα φτιάξαμε. Βάλαμε περίφραξη, καθαρίσαμεν, εβάλαμεν λουλούδια, μπαξέδες… Τα σπίτια μάς τα έδωσε το πρόγραμμα για τους Παλιννοστούντες. Σε όλους δώσανε. Σε όσους δε δώσανε σπίτια, δώσανε λεφτά… Με κλήρο το πήραμε το σπίτι…”
Με εξαίρεση την τελευταία οικογένεια, οι υπόλοιπες επτά οικογένειες πήραν το σπίτι έπειτα από κλήρωση του Ε.Ι.Υ.Α.Π.Ο.Ε., χωρίς όμως να έχουν την κυριότητα. Η Κ.Π. παλιννοστούσα Πόντια από το Σοχούμ, θυμάται δυσανασχετώντας ότι αφούο κέρδισε το σπίτι της στην κλήρωση, έμαθε ότι δεν της ανήκουιν οι τίτλοι κυριότητας.
“…Μετά ήρθαμε εδώ… Έδωσαν εμάς αυτό το σπίτι… και εδώ καλά είναι… δώδεκα χρόνια εδώ είμαστε. Το σπίτι μάς το έδωσε το ίδρυμα με κλήρο, αλλά ούτε μπορείς να πουλάς, ούτε τίποτα… Τώρα, εδώ που ήρθαμε, ούτε δουλειά ούτε τίποτα. Στα χωράφια… Και τα χωράφια τώρα δεν είναι…”
Στην τελευταία οικογένεια το σπίτι δόθηκε απ’ ευθείας γιατί ο γιος της οικογένειας ήταν άτομο με ειδικές ανάγκες, όπως μου λέει η Α.Α., παλιννοστούσα Πόντια από το Σοχούμ και μητέρα του παιδιού:
“…Μετά είπαν αφού έχεις άρρωστο παιδί πρέπει να πηγαίνεις στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί νοσοκομείο υπάρχει, ψυχίατρο… Ήρθε [ο καιρός], πήγαμε Αλεξανδρούπολη, στην Παλαγία… Εκεί μας δώσανε σπιτάκι, ζήσαμε πολλά χρόνια… Μετά είπανε θα χαλάσουνε εκείνα τα σπίτια… Και μένα με δώσανε αυτό εδώ το σπιτάκι…”
Στο διάστημα που έκανα εγώ την έρευνα, οι κάτοικοι της Ιτέας ήταν ακόμη λιγότεροι από την τελευταία απογραφή. Το εγχείρημα του προέδρου δε φαίνεται να είχε κάποιο αποτέλεσμα. Τα παιδιά των πιαλιννοστούντων – όσοι είχαν παιδιά – προτίμησαν και αυτά να εγκατασταθούν σε κάποια μεγαλούπολη, αφού στην Ιτέα δεν υπήρχαν δουλειές, οπότε ο πληθυσμός του χωριού συνεχίζει να μειώνεται σταθερά. Ενδεικτικό είναι ότι στην πλατεία του χωριού τα τελευταία χρόνια λειτουργεί μόνο ένα καφενείο, ενώ το δεύτερο που υπάρχει ανοίγει μόνο για το πανηγύρι του χωριού.
Συν0ψίζοντας, στην ιστορία του χωριού ξεχωρίζουν τέσσερις φάσεις:
- Α’ φάση: ο μουσουλμανικός οικισμός
- Β’ φάση: η εγκατάσταση των Ποντίων το 1920, οι οποίοι αποτελούν μεν τους πρώτους ελληνόφωνους χριστιανούς κατοίκους της Ιτέας, ωστόσε δεν εγκαθίστανται μόνιμα σε αυτήν, παρά μόνο τέσσερις οικογένειες.
- Γ’ φάση: η εγκατάσταση των Ανατολικοθρακιωτών το 1922 και η οριστική αποχώρηση των μουσουλμάνων.
- Δ’ φάση: η εγκατάσταση των παλιννοστούντων από την πρώην ΕΣΣΔ.
Παρακάτω θα ασχοληθώ με το πώς σχετίζονται, αν σχετίζονται, οι τρεις τελευταίες φάσεις της ιστορίας του χωριού στο θέμα της ταυτότητας.
Καβαζίδου Τριανταφυλλιά Χρήστου
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Α Ρ Θ Ρ Α - Τ Η Σ - Ι Δ Ι Α Σ - Κ Α Τ Η Γ Ο Ρ Ι Α Σ :
- Άγιος Αθανάσιος Ιτέας Έβρου
Το έτος 1880, ο Απόστολος Καβαζίδης, μετά από όνειρο που είδε, έσκαψε σ’ ένα σημείο που του υποδείχθηκε, περίπου 3 χιλιόμετρα έξω από το χωριό Ηρωϊκό (Μπιευτίκ) Ανατολικής Θράκης και βρήκε μια εικόνα. Η εικόνα ήταν ο Άγιος Αθανάσιος. Στο σημείο εκείνο κτίστηκε μοναστήρι με κελλί για μοναχό, όπου το καντήλι μπροστά στην εικόνα έκαιγε συνέχεια μέχρι το 1922 που έγινε η καταστροφή της Μικράς Ασίας και η ανταλλαγή πληθυσμών. - Ιτέα: Ένας τόπος, πολλές ταυτότητες... Β'
Στο διάστημα που έκανα εγώ την έρευνα, οι κάτοικοι της Ιτέας ήταν ακόμη λιγότεροι από την τελευταία απογραφή. Το εγχείρημα του προέδρου δε φαίνεται να είχε κάποιο αποτέλεσμα. Τα παιδιά των πιαλιννοστούντων - όσοι είχαν παιδιά - προτίμησαν και αυτά να εγκατασταθούν σε κάποια μεγαλούπολη, αφού στην Ιτέα δεν υπήρχαν δουλειές, οπότε ο πληθυσμός του χωριού συνεχίζει να μειώνεται σταθερά. - Ιτέα: Ένας τόπος, πολλές ταυτότητες... - Α'
Σύμφωνα με την απογραφή του 1928 (1929: 401), η Μάνθια είχε πληθυσμό 190 κατοίκους και ήταν όλοι πρόσφυγες. Από το σύνολο του πραγματικού αυτού πληθυσμού, οι 181 είχαν έρθει στο χωριό μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και μόνο οι 9 είχαν προηγηθεί. Βασιζόμενη στις μαρτυρίες των κατοίκων υποθέτω ότι οι 181 πρόσφυγες που ήρθαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν από το Μπεγεντίκ και οι ήταν όσοι Πόντιοι απέμειναν από την εγκατάσταση του 1920. - Το κουρμπάνι των Θρακιωτών
Άρρηκτα δεμένο με τη θρακιώτικη παράδοση και εν μέρει με τη ζωή είναι το έθιμο του κουρμπανιού, της θυσίας δηλαδή, στη μνήμη του προστάτη των αμπελιών Άγιου Τρύφωνα, ενός μάρτυρα της Εκκλησίας από τη Θράκη, που αποτελεί τη χριστιανική εκδοχή του θεού Διόνυσου, ο οποίος έμαθε στους Θράκες και σε άλλους Έλληνες την καλλιέργεια της αμπέλου... - Περιοχή Καλλίπολης
Αυθεντική Καταγραφή προσφύγων από την περιοχή της Καλλίπολης [cfdb-datatable form="Καταγραφή Καλλίπολης" header="true - Ο Γαρδάς (σημερινή ονομασία Kavakli)
Ο Γαρδάς (στο στρατιωτικό χάρτη σημειώνεται Γαρδάν) ήταν το χωριό των σταφυλιών, των πεπονιών και των ορτυκιών. Βρίσκεται 7 χλμ. νοτιοδυτικά του Τσεκμετζέ (Άθυρα). Από την Κωνσταντινούπολη απέχει 35 χλμ. και από το πλησιέστερο χωριό, την Αρσού, 3 χλμ.. Ο δρόμος από το Γαρδά προς τον Τσεκμετζέ περνούσε μέσα από την Αρσού. Η θάλασσα βρίσκεται κοντά στο Γαρδά, στα 2 χλμ., όμως δε φαίνεται από το χωριό, γιατί μεσολαβεί ένας λόφος κατάφυτος από πεύκα και οπωροφόρα δένδρα. - Τα Άθυρα της Ανατολικής Θράκης (μέρος 1)
Η κωμόπολη Άθυρα της Ανατολικής Θράκης (τουρκικά Μπουγιούκ Τσεκμετζέ = Μεγάλο συρτάρι) βρίσκεται πάνω στη στενή λωρίδα ξηράς, ανάμεσα στη λίμνη Αθύρα και τον κόλπο Αθύρα, στα βόρεια παράλια της Προποντίδας θάλασσας, 38 χλμ δυτικά της Κωνσταντινούπολης. Μια φυσική διώρυγα (άνοιγμα, χαράδρα), που δημιούργησαν τα νερά κυλώντας προς τη θάλασσα... - Σαράντα Εκκλησιές
Το Φεβρουάριο 1873, το Φιλεκπαιδευτικό Σωματείο των Σαράντα Εκκλησιών «Ελπίς» οργάνωσε θεατρική παράσταση με το δράμα «Ο Εξόριστος Μνηστήρ» και την κωμωδία «Η Κόρη του Παντοπώλου». Η «Ελπίς» είχε ιδρυθεί δύο χρόνια νωρίτερα. Η μονόπρακτη κωμωδία «Η Κόρη του Παντοπώλου» είχε γραφεί στη δημοτική, από τον Αγγ. Βλάχο, λόγιο και νομομαθή, ο οποίος εισήλθε στο Υπουργείο των Εξωτερικών το 1858 και διαδοχικά έγινε πρεσβευτής, βουλευτής και υπουργός. - Φιλιππούπολη
Η Φιλιππούπολη ή Πλόβντιβ (βουλγαρικά: Пловдив, τουρκικά: Filibe) είναι πόλη της Βουλγαρίας και πρωτεύουσα της αντίστοιχης Περιφέρειας (βουλγαρικά: Пловдивска Област). Έχει πληθυσμό 376.785 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή της 15ης Σεπτεμβρίου του 2004 και είναι η δεύτερη πολυπληθέστερη πόλη της χώρας, μετά την πρωτεύουσα Σόφια.