____Η κωμόπολη Άθυρα της Ανατολικής Θράκης (τουρκικά Μπουγιούκ Τσεκμετζέ = Μεγάλο συρτάρι) βρίσκεται πάνω στη στενή λωρίδα ξηράς, ανάμεσα στη λίμνη Αθύρα και τον κόλπο Αθύρα, στα βόρεια παράλια της Προποντίδας θάλασσας, 38 χλμ δυτικά της Κωνσταντινούπολης.
O Τσεκμετζές είχε δημαρχείο, διοίκηση χωροφυλακής, γραφεία της Μητρόπολης (της «Μυτρόπολης Μετρών και Αθύρων»), τελωνείο, φυλακή, ταχυδρομείο, δικαστήριο, αγγελιοφόρο, σχολεία και πολλά χάνια.
Τα Ελληνικά σχολεία (4/τάξιο αρρεναγωγείο και 3/τάξιο παρθεναγωγείο), που τα φρόντιζε, όπως και την εκκλησία, η «Αδελφότητα Τσεκμετζέ», ήταν από τα καλά όπως και η Τσεκμετζελιώτισσα δασκάλα Δόμνα Θωμά Ιωσηφίδου, ήταν απόφοιτοι της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Όμως στην περιοχή τα καλύτερα σχολεία είχαν η Καλλικράτεια (νηπιαγωγείο, αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο), οι Επιβάτες και οι Μέτρες.
Στην κωμόπολη του Τσεκμετζέ, πριν από την ανταλλαγή, κατοικούσαν Έλληνες 750 άτομα (180 οικογένειες), μια συνοικία. Τούρκοι 950 άτομα (δυο συνοικίες, 200 οικογένειες), γύφτοι και λίγοι Αρμένιοι και Εβραίοι. Από όλους αυτούς λίγοι ήταν γεωργοί, λιγότεροι κτηνοτρόφοι ή ψαράδες και οι πολλοί ασχολούνταν με το εμπόριο και τις «δουλειές του ποδαριού».
Οι Γύφτοι, που ήταν σπιτωμένοι (όχι σκηνίτες), ήταν άνθρωποι μεροκαματιάρηδες. Εργάζονταν όπου έβρισκαν εργασία, έχοντας για εργαλεία «μια τσάπα, ένα λισγάρι ή ένα μουσικό όργανο»[1]. Πολλοί από αυτούς ήταν καλλιτέχνες, μουσικοί. Έπαιζαν λατέρνα, βιολί, ούτι, κλαρίνο και ήταν «τα παιχνίδια», τα όργανα, στους γάμους και στα πανηγύρια.

Οι Τούρκοι και οι μισοί από τους Έλληνες – μεροκαματιάρηδες όλοι – δούλευαν στις μεταφορές, στις φορτοεκφορτώσεις, στο λιμάνι, στα χάνια, στα μαγαζιά. Αρκετοί Έλληνες ήταν ψαράδες. Όμως οι εργάτες δεν έπαιρναν καλό μεροκάματο. Ένας εργαζόμενος (υπάλληλος = τσιράκι) σε κατάστημα, μαντρί ή στις γεωργικές εργασίες αμειβόταν με ένα σακί αλεύρι το μήνα και ένα ζευγάρι παπούτσια (γεμενιά) το χρόνο.
Οι άλλοι μισοί Έλληνες είχαν καταστήματα όλων των ειδών: χάνια (Τσακλόγλου Ζαφ. κ.ά.), φούρνους (Γιαγκάκης Ιω., Καρράς Βας. κ.ά.), μπακάλικα (Καραμανλής Θεόδ. κ.ά), καφενεία (Τσακλόγλου Ζαφ. κ.ά.), υφασματοπωλεία (Καραμανλής Σωτήριος κ.ά.), κουντουράδικα (Πολύκαρπος και Πολύβιος) και πολλά άλλα.
Σε Έλληνες επίσης ανήκαν τα ψαράδικα, τα εστιατόρια, ακόμα και τα παϊτόνια, (Κουρούνταης Πολ., Χατζηκωστής Παναγιώτης κ.ά.). Μόνον ένας Τούρκος, ο Εμίν Αγάς, ήταν εσνάφ (επαγγελματίας), είχε μπακάλικο στον Τσεκμετζέ.
Τσεκμετζελιώτης μορφωμένος, πλούσιος και με μεγάλη επιρροή στην τουρκική διοίκηση ήταν ο Χατζηθανάσης Λογοθετίδης. Ο Δημήτριος Σαμψώνης, Αθυριώτης από τον Τσεκμετζέ, πραγματικά καλός γνώστης των θεμάτων των Αθυριωτών, μου διηγήθηκε το ιστορικό της οικογένειας Λογοθετίδη:

Στο τέλος Μαΐου 1924 οι Τσεκμετζελιώτες ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους και με το πλοίο «ΕΥΞΕΙΝΟΣ», μαζί με τους Καλλιώτες και άλλους θρακιώτες, εγκατέλειψαν τον Τσεκμετζέ. Το πλοίο τους έφερε στην Καλαμαριά, όπου έμειναν δυο μήνες. Από τους Τσεκμετζελιώτες, 80 περίπου οικογένειες εκγαταστάθηκαν στη Φλω΄ρινα, στα Γιαννιτσά, στην Ξάνθη και στην Καβάλα. Οι υπόλοιπες, 100 περίπου οικογένειες ήρθαν, στις 18 Ιουλίου 1924, ως πρόσφυγες στα Άθυρα. Όμως από αυτές τις οικογένειες 30 περίπου έφυγαν αργότερα για τη Θεσσαλονίκη.
[1] Θεόδωρος Καρράς